- ψάχαλο
- το, Ν1. ψίχουλο2. αποκοσκινίδι δημητριακών, σκύβαλο3. σκουπιδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίχαλα / ψιχάλα, κατά τον φωνηεντισμό τού ψακάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάχαλο — το, Ν κομματάκι άχυρο ή ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ψάχαλο < ψίχαλο] … Dictionary of Greek